- διακαθαριεῖ
- расчистит
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
διακαθαριεῖ — διακαθαρίζω fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διακαθαρίζω fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) διακαθαρίζω fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διακαθαρίζω fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύο — το / πτύον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πτέον Α νεοελλ. το φτυάρι μσν. αρχ. γεωργικό εργαλείο για το λίχνισμα τών σιτηρών στο αλώνι (α. «οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῡ καὶ διακαθαριεῑ τὴν ἅλωνα αὐτοῡ», ΚΔ β. «ἇς ἐπὶ σωρῶ αὖτις ἐγὼ πάξαιμι μέγα πτύον»,… … Dictionary of Greek